- ἱππολύτωι
- ἱππολύτῳ , ἱππόλυτοςletting horses loosemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱππολύτωι — Ἱππολύτῳ , Ἱππόλυτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)